Franco Montanari
FRANCO MONTANARI
«Mεταφράζοντας από τα ελληνικά στα ελληνικά»
BRUNO GENTILI «Mεταφράζοντας ποίηση»
J.-R. LADMIRAL «Η μετάφραση: των κλασικών κειμένων;»
Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ «Θέματα και προβλήματα ενδογλωσσικής μετάφρασης στην εκπαίδευση»
FRANCO MONTANARI «Mεταφράζοντας από τα ελληνικά στα ελληνικά»
FRIEDRICH SCHLEIERMACHER «Μεταφραστικές μέθοδοι»
M. SNELL-HORNBY «Οι μεταφραστικές σπουδές ως ανεξάρτητος επιστημονικός κλάδος»
(μτφρ. Κατερίνα Τικτοπούλου)
[F. Montanari, «Tradurre dal greco in greco», στον τόμο S. Nicosia (επιμ.),
La traduzione dei testi classici. Teoria, Prassi, Storia,
Atti del Convegno di Palermo, 6-9 Aprile 1988, Νάπολη 1991, p. 221-231]
Ο συγγραφέας ασχολείται με την ενδογλωσσική μετάφραση, δίνοντας έμφαση στην ιστορική οπτική, στη γένεση και τη διαμόρφωση του φαινομένου, το οποίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, ξεκινά ήδη από τον 6ο-5ο αιώνα π.Χ., όταν η εξέλιξη της γλώσσας δημιουργεί την ανάγκη μιας ερμηνευτικής και επεξηγηματικής δραστηριότητας αναφορικά με το ομηρικό έργο (ερμηνεία μύθου αλλά και ερμηνεία μεμονωμένων λέξεων).
Η δραστηριότητα αυτή τελικά αποκτά αυτονομία, συνοδεύει τα κείμενα (σχόλια, παραφράσεις, γλώτται) και συνιστά τον διάμεσο για τη μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες.
O τίτλος που έδωσα στην ανακοίνωσή μου δεν είναι ίσως αρκετά σαφής, ωστόσο πρόθεσή μου δεν είναι να φανώ αινιγματικός ή να κάνω λογοπαίγνια σε ένα συνέδριο με θέμα τη μετάφραση. Σκοπεύω απλούστατα να συζητήσω ένα γνωστό και σύνηθες σε πολλές πολιτισμικές περιοχές φαινόμενο, δηλαδή εκείνη την ειδική περίπτωση μετάφρασης που συνίσταται στην αποκωδικοποίηση ενός κειμένου σε μια διαφορετική μορφή της ίδιας γλώσσας, και να αναδείξω ή, σεμνότερα, να επιστήσω την προσοχή σας σε ορισμένες όψεις αυτού του φαινομένου στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης.
Mια λογοτεχνική γλώσσα αρχίζει από πολύ νωρίς
(για ποικίλους και ευνόητους λόγους, οι οποίοι στην ουσία πηγάζουν από τις πολυάριθμες συνδηλώσεις της που την καθιστούν "ανοίκεια" σε σχέση με την ομιλούμενη γλώσσα) να δημιουργήσει δυσκολίες κατανόησης, οι οποίες κάνουν αναγκαία τη μεταφορά της σε μια γλώσσα πλησιέστερη στην τρέχουσα και πάντως αμεσότερα κατανοητή στους διαφοροποιημένους αποδέκτες της.
Την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν ίσως τα λογοτεχνικά έργα που είναι γραμμένα σε διαλεκτικά ιδιώματα που απέχουν λίγο-πολύ από την "κοινή" και πρέπει, επομένως, να αποκωδικοποιηθούν προς όφελος όσων δεν ανήκουν στην ίδια διαλεκτική ομάδα. Ένας εξίσου ισχυρός λόγος, ίσως μάλιστα ισχυρότερος και δραστικότερος, είναι η πάροδος του χρόνου και η εξέλιξη της γλώσσας, που απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο τα παλιότερα κείμενα από τους επίκαιρους εκφραστικούς τρόπους και καθιστούν τη γλώσσα τους ολοένα και πιο δύσχρηστη.
Kαθώς, λοιπόν, η γλώσσα εξελίσσεται, αυξάνεται η ανάγκη να "μεταφραστούν" τα παλαιότερα κείμενα που είναι γραμμένα στην "ίδια" γλώσσα· κατά κανόνα, όσο παλιότερα και σημαντικότερα είναι τα κείμενα για το πολιτισμικό σύστημα τόσο περισσότερο η ανάγκη αυτή αυξάνεται.
Γεννιέται έτσι μια εξηγητική δραστηριότητα, στην αρχή ευκαιριακού χαρακτήρα, που αφορά την επιλεκτική εξήγηση των προβληματικότερων λέξεων και εκφράσεων. Στη συνέχεια η δραστηριότητα αυτή αυξάνεται και προκύπτει έτσι μια αυτόνομη, επαγγελματική και σχολική, εξηγητική παράδοση, σκοπός της οποίας είναι να κατανοήσει, να εξηγήσει και να μεταφράσει τα λογοτεχνικά κείμενα. Παράγονται λοιπόν καθαυτό μεταφράσεις, που είναι πλήρεις και προορίζονται να συνοδεύουν σταθερά τα κείμενα στην πολιτισμική τους ζωή.
Kαι, τελικά, το σύνολο αυτών των προϊόντων (ευκαιριακές γλώσσες, αποσπασματικές παραφράσεις, ολοκληρωμένες παραφράσεις-μεταφράσεις) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους διαμεσολαβητές για τη μετάφραση σε άλλες γλώσσες.
Δεδoμένου ότι ο Όμηρος είναι το πρώτο "κείμενο"
της ελληνικής λογοτεχνίας, καθώς και των δυτικών λογοτεχνιών, η περίπτωσή του προσφέρεται κατεξοχήν για τη μελέτη αυτής της πορείας, παρέχοντας έγκυρες μαρτυρίες για όλους τους σταθμούς της και επιτρέποντας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συγκρίσεις.
Δεν είναι βέβαια η μόνη περίπτωση.
Tα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν μετά από αντίστοιχη έρευνα σε άλλους συγγραφείς.
Ωστόσο, εκτός από τον αφετηριακό χαρακτήρα τους και την αξιοσέβαστη παλαιότητά τους, τα ομηρικά ποιήματα αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση και από την άποψη της γλώσσας τους, η οποία είναι, όπως όλοι γνωρίζουν, εντελώς τεχνητή, μια γλώσσα την οποία καμιά κοινότητα ομιλητών δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Θα επιστήσω την προσοχή σας σε μια σειρά φαινομένων τα οποία θεωρώ σχετικά γνωστά και τα οποία καλύπτουν μεγάλο χρονικό διάστημα. Πιστεύω ότι η πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση ―με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι υπάρχει προσέγγιση― είναι ακριβώς αυτή που συσχετίζει τέτοια φαινόμενα και τα αντιμετωπίζει στη δυναμική τους, επισημαίνοντας τα ιστορικά αίτια και το πολιτισμικό αντίκρισμά τους.
Tα στοιχεία που διαθέτουμε σχετικά με την πρώτη εξηγητική δραστηριότητα με αντικείμενο τα ομηρικά έπη αφορούν δύο αναγνωρίσιμες και σαφώς διακριτές μεταξύ τους περιοχές. Aπό τη μια, της ερμηνείας του μύθου, η οποία φανερώνει τη μέριμνα (ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό της) να αναδειχθεί η σημασία του ιδιαίτερου περιεχομένου του ομηρικού έπους.
Eπιτρέψτε μου να παραθέσω την αρχή της, τους τρεις πρώτους στίχους:
τὴν ὀργὴν ἄδε καὶ λέγε, ὦ θεά μου Καλιόπη,
τοῦ Πηλείδου Ἀχιλλέως, πῶς ἐγένετ' ὀλεθρία,
καὶ πολλὰς λύπας ἐποίησε
εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς δὲ πάντας…
|